↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευαπόκτητος η ευαπόκτητη το ευαπόκτητο
      γενική του ευαπόκτητου της ευαπόκτητης του ευαπόκτητου
    αιτιατική τον ευαπόκτητο την ευαπόκτητη το ευαπόκτητο
     κλητική ευαπόκτητε ευαπόκτητη ευαπόκτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευαπόκτητοι οι ευαπόκτητες τα ευαπόκτητα
      γενική των ευαπόκτητων των ευαπόκτητων των ευαπόκτητων
    αιτιατική τους ευαπόκτητους τις ευαπόκτητες τα ευαπόκτητα
     κλητική ευαπόκτητοι ευαπόκτητες ευαπόκτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευαπόκτητος < ευ + αποκτώ + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

ευαπόκτητος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία