↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευαπόδεικτος η ευαπόδεικτη το ευαπόδεικτο
      γενική του ευαπόδεικτου της ευαπόδεικτης του ευαπόδεικτου
    αιτιατική τον ευαπόδεικτο την ευαπόδεικτη το ευαπόδεικτο
     κλητική ευαπόδεικτε ευαπόδεικτη ευαπόδεικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευαπόδεικτοι οι ευαπόδεικτες τα ευαπόδεικτα
      γενική των ευαπόδεικτων των ευαπόδεικτων των ευαπόδεικτων
    αιτιατική τους ευαπόδεικτους τις ευαπόδεικτες τα ευαπόδεικτα
     κλητική ευαπόδεικτοι ευαπόδεικτες ευαπόδεικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευαπόδεικτος < ευ + αποδεικνύω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευαπόδεικτος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία