↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερότοπος η ετερότοπη το ετερότοπο
      γενική του ετερότοπου της ετερότοπης του ετερότοπου
    αιτιατική τον ετερότοπο την ετερότοπη το ετερότοπο
     κλητική ετερότοπε ετερότοπη ετερότοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερότοποι οι ετερότοπες τα ετερότοπα
      γενική των ετερότοπων των ετερότοπων των ετερότοπων
    αιτιατική τους ετερότοπους τις ετερότοπες τα ετερότοπα
     κλητική ετερότοποι ετερότοπες ετερότοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετερότοπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heterotopous < αρχαία ελληνική ἕτερος + τόπος. Μορφολογικά αναλύεται σε έτερ(ος) + -ό- + -τοπος

  Επίθετο

επεξεργασία

ετερότοπος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις έτερος και τόπος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.