ετεροτοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροτοπικός < ετεροτοπία / ετερότοπος + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heterotopy < αρχαία ελληνική ἕτερος + τόπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροτοπικός θηλυκό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την ετεροτοπία ή τον ετερότοπο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ετερότοπος, έτερος και τόπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροτοπικός