εσωτερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσωτερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ésotérisme < αρχαία ελληνική ἐσώτερος < ἔσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εσωτερισμός αρσενικό
- (θρησκεία, φιλοσοφία) πίστη ή γνώσεις που δεν πρέπει να είναι ευρέως γνωστές αλλά μόνο σε μικρό μυημένο κοινό
- (κατ’ επέκταση) η εσωτερικότητα