Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εσωτερισμός οι εσωτερισμοί
      γενική του εσωτερισμού των εσωτερισμών
    αιτιατική τον εσωτερισμό τους εσωτερισμούς
     κλητική εσωτερισμέ εσωτερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσωτερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ésotérisme < αρχαία ελληνική ἐσώτερος < ἔσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσωτερισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία, φιλοσοφία) πίστη ή γνώσεις που δεν πρέπει να είναι ευρέως γνωστές αλλά μόνο σε μικρό μυημένο κοινό
  2. (κατ’ επέκταση) η εσωτερικότητα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία