Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εστιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εστιασμέν
ος
η
εστιασμέν
η
το
εστιασμέν
ο
γενική
του
εστιασμέν
ου
της
εστιασμέν
ης
του
εστιασμέν
ου
αιτιατική
τον
εστιασμέν
ο
την
εστιασμέν
η
το
εστιασμέν
ο
κλητική
εστιασμέν
ε
εστιασμέν
η
εστιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εστιασμέν
οι
οι
εστιασμέν
ες
τα
εστιασμέν
α
γενική
των
εστιασμέν
ων
των
εστιασμέν
ων
των
εστιασμέν
ων
αιτιατική
τους
εστιασμέν
ους
τις
εστιασμέν
ες
τα
εστιασμέν
α
κλητική
εστιασμέν
οι
εστιασμέν
ες
εστιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εστιασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εστιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εστιασμένος
γαλλικά
:
focalisé
(fr)