ερωτόληπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερωτόληπτος < μεσαιωνική ελληνική ερωτόληπτος < έρωτας + -ληπτος
Επίθετο
επεξεργασίαερωτόληπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει καταληφθεί από έρωτα, που ο έρωτας του έχει γίνει αρρώστια
- ※ Ο Βελμίννης ήτο ερωτόληπτος, ερωτόληπτος με την θαλασσίαν νύμφην (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γυφτοπούλα, κεφάλαιο Κατόπιν Εορτής, Η παράδοξος διήγησις περί του Αννίβα Βελμίννη, 1884)
- (λόγιο) που ερωτεύεται συχνά και επιπόλαια, ο ερωτιάρης
- ※ Εν ταίς κατ' οίκον λίμναις, ών εν μέσω ήσαν ανεγηγερμένα οικήματα, ελoύετο αυτός και ερωτόληπτος , παίζων μετά γυναικών, ών υπό των μαστών θιγόμενοι οι λωτοί, εσαλεύοντο (Δ. Γαλανός, Ῥαγγου-Βανσα, ἠ Γενεαλογία του Ῥαγγου, μεταφρασθεισα ἐκ του Βραχμανικου παρά Δ. Γαλανού, 1850, σελ. 262 [1])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερωτόληπτος
|