ερωτόληπτων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαερωτόληπτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ερωτόληπτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ερωτόληπτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερωτόληπτος
ερωτόληπτων