ερματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερματίζω
Μετοχή
επεξεργασίαερματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ερματίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερματισμένος
|
ερματισμένος, -η, -ο
|