↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαβουρωμένος η σαβουρωμένη το σαβουρωμένο
      γενική του σαβουρωμένου της σαβουρωμένης του σαβουρωμένου
    αιτιατική τον σαβουρωμένο τη σαβουρωμένη το σαβουρωμένο
     κλητική σαβουρωμένε σαβουρωμένη σαβουρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαβουρωμένοι οι σαβουρωμένες τα σαβουρωμένα
      γενική των σαβουρωμένων των σαβουρωμένων των σαβουρωμένων
    αιτιατική τους σαβουρωμένους τις σαβουρωμένες τα σαβουρωμένα
     κλητική σαβουρωμένοι σαβουρωμένες σαβουρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαβουρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαβουρώνω

σαβουρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία