Ετυμολογία

επεξεργασία
ερματίζω < λείπει η ετυμολογία

ερματίζω

  1. (ναυτικός όρος, αεροπλοΐα) τοποθετώ έρμα σε πλοίο, σκάφος ή αερόστατο
  2. στρώνω χαλίκια για σιδηροδρομικό δίκτυο[1]
     συνώνυμα: σκυροστρώνω
  3. (δημοτική) ερμάζω· υποστηρίζω, στερεώνω με επίδεσμο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πρβ. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1911), σ. 229: λήμματα «ballast», «ballastage» και ballaster».