ερματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαερματίζω
- (ναυτικός όρος, αεροπλοΐα) τοποθετώ έρμα σε πλοίο, σκάφος ή αερόστατο
- στρώνω χαλίκια για σιδηροδρομικό δίκτυο[1]
- (δημοτική) ερμάζω· υποστηρίζω, στερεώνω με επίδεσμο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερματίζω | ερμάτιζα | θα ερματίζω | να ερματίζω | ερματίζοντας | |
β' ενικ. | ερματίζεις | ερμάτιζες | θα ερματίζεις | να ερματίζεις | ερμάτιζε | |
γ' ενικ. | ερματίζει | ερμάτιζε | θα ερματίζει | να ερματίζει | ||
α' πληθ. | ερματίζουμε | ερματίζαμε | θα ερματίζουμε | να ερματίζουμε | ||
β' πληθ. | ερματίζετε | ερματίζατε | θα ερματίζετε | να ερματίζετε | ερματίζετε | |
γ' πληθ. | ερματίζουν(ε) | ερμάτιζαν ερματίζαν(ε) |
θα ερματίζουν(ε) | να ερματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερμάτισα | θα ερματίσω | να ερματίσω | ερματίσει | ||
β' ενικ. | ερμάτισες | θα ερματίσεις | να ερματίσεις | ερμάτισε | ||
γ' ενικ. | ερμάτισε | θα ερματίσει | να ερματίσει | |||
α' πληθ. | ερματίσαμε | θα ερματίσουμε | να ερματίσουμε | |||
β' πληθ. | ερματίσατε | θα ερματίσετε | να ερματίσετε | ερματίστε | ||
γ' πληθ. | ερμάτισαν ερματίσαν(ε) |
θα ερματίσουν(ε) | να ερματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ερματίσει | είχα ερματίσει | θα έχω ερματίσει | να έχω ερματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ερματίσει | είχες ερματίσει | θα έχεις ερματίσει | να έχεις ερματίσει | έχε ερματισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ερματίσει | είχε ερματίσει | θα έχει ερματίσει | να έχει ερματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ερματίσει | είχαμε ερματίσει | θα έχουμε ερματίσει | να έχουμε ερματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ερματίσει | είχατε ερματίσει | θα έχετε ερματίσει | να έχετε ερματίσει | έχετε ερματισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ερματίσει | είχαν ερματίσει | θα έχουν ερματίσει | να έχουν ερματίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ερματισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ερματισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ερματισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ερματισμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ερματισμένος - είμαστε, είστε, είναι ερματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ερματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ερματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ερματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ερματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ερματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ερματισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερματίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πρβ. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1911), σ. 229: λήμματα «ballast», «ballastage» και ballaster».
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .