↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτάφωτος η επτάφωτη το επτάφωτο
      γενική του επτάφωτου της επτάφωτης του επτάφωτου
    αιτιατική τον επτάφωτο την επτάφωτη το επτάφωτο
     κλητική επτάφωτε επτάφωτη επτάφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτάφωτοι οι επτάφωτες τα επτάφωτα
      γενική των επτάφωτων των επτάφωτων των επτάφωτων
    αιτιατική τους επτάφωτους τις επτάφωτες τα επτάφωτα
     κλητική επτάφωτοι επτάφωτες επτάφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επτάφωτος < επτά + φω(ς) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

επτάφωτος, -η, -ο

  1. που έχει επτά φώτα, λάμπες ή κεριά
    επτάφωτο φωτιστικό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία