↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποικισμένος η εποικισμένη το εποικισμένο
      γενική του εποικισμένου της εποικισμένης του εποικισμένου
    αιτιατική τον εποικισμένο την εποικισμένη το εποικισμένο
     κλητική εποικισμένε εποικισμένη εποικισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποικισμένοι οι εποικισμένες τα εποικισμένα
      γενική των εποικισμένων των εποικισμένων των εποικισμένων
    αιτιατική τους εποικισμένους τις εποικισμένες τα εποικισμένα
     κλητική εποικισμένοι εποικισμένες εποικισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εποικισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εποικίζω

εποικισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εποικίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία