εποικισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεποικισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εποικισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εποικισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εποικισμένος