↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτεύξιμος η επιτεύξιμη το επιτεύξιμο
      γενική του επιτεύξιμου της επιτεύξιμης του επιτεύξιμου
    αιτιατική τον επιτεύξιμο την επιτεύξιμη το επιτεύξιμο
     κλητική επιτεύξιμε επιτεύξιμη επιτεύξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτεύξιμοι οι επιτεύξιμες τα επιτεύξιμα
      γενική των επιτεύξιμων των επιτεύξιμων των επιτεύξιμων
    αιτιατική τους επιτεύξιμους τις επιτεύξιμες τα επιτεύξιμα
     κλητική επιτεύξιμοι επιτεύξιμες επιτεύξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιτεύξιμος < επιτυγχάνω + -ιμος < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω < τυγχάνω

  Επίθετο

επεξεργασία

επιτεύξιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία