επιστολογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστολογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épistolographie < αρχαία ελληνική ἐπιστολή + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιστολογραφία θηλυκό
- η σύνταξη επιστολών και η επικοινωνία μέσω αυτών
- η σχετική ικανότητα ή τέχνη
- το σύνολο των επιστολών που έχει γράψει ή ανταλλάξει κάποιος (αξιόλογος: λογοτέχνης, επιστήμονας κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επιστολογράφος, επιστολή και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστολογραφία
|