επιπεδόκοιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιπεδόκοιλος < επίπεδ(ος) + -ό- + κοίλος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική planoconcave
Επίθετο
επεξεργασίαεπιπεδόκοιλος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιπεδόκοιλος