επιδραστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεπιδραστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που ασκεί επίδραση, που επιδρά
Συγγενικά
επεξεργασία- επιδραστικότητα
- → δείτε τις λέξεις επιδρώ, επί και δρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιδραστικός