επαναπατρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναπατρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαναπατρίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
επαναπατρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επαναπατρίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναπατρισμένος