επαναπατρισθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επαναπατρισθείς & επαναπατρισθέντας |
η | επαναπατρισθείσα | το | επαναπατρισθέν |
γενική | του | επαναπατρισθέντος & επαναπατρισθέντα |
της | επαναπατρισθείσας & επαναπατρισθείσης* |
του | επαναπατρισθέντος |
αιτιατική | τον | επαναπατρισθέντα | την | επαναπατρισθείσα | το | επαναπατρισθέν |
κλητική | επαναπατρισθείς & επαναπατρισθέντα |
επαναπατρισθείσα | επαναπατρισθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επαναπατρισθέντες | οι | επαναπατρισθείσες | τα | επαναπατρισθέντα |
γενική | των | επαναπατρισθέντων | των | επαναπατρισθεισών | των | επαναπατρισθέντων |
αιτιατική | τους | επαναπατρισθέντες | τις | επαναπατρισθείσες | τα | επαναπατρισθέντα |
κλητική | επαναπατρισθέντες | επαναπατρισθείσες | επαναπατρισθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαεπαναπατρισθείς, -είσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος επαναπατρίζω