Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξωραϊσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξωραϊσμέν
ος
η
εξωραϊσμέν
η
το
εξωραϊσμέν
ο
γενική
του
εξωραϊσμέν
ου
της
εξωραϊσμέν
ης
του
εξωραϊσμέν
ου
αιτιατική
τον
εξωραϊσμέν
ο
την
εξωραϊσμέν
η
το
εξωραϊσμέν
ο
κλητική
εξωραϊσμέν
ε
εξωραϊσμέν
η
εξωραϊσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξωραϊσμέν
οι
οι
εξωραϊσμέν
ες
τα
εξωραϊσμέν
α
γενική
των
εξωραϊσμέν
ων
των
εξωραϊσμέν
ων
των
εξωραϊσμέν
ων
αιτιατική
τους
εξωραϊσμέν
ους
τις
εξωραϊσμέν
ες
τα
εξωραϊσμέν
α
κλητική
εξωραϊσμέν
οι
εξωραϊσμέν
ες
εξωραϊσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εξωραϊσμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξωραΐζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωραϊσμένος
γαλλικά
:
embelli
(fr)