εξωλογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωλογιστικός < εξω- + λογιστικός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εξωλογιστικός, -ή, -ό
- (λογιστική) που δεν προκύπτει από λογιστικό υπολογισμό
- ※ Μια σημαντική απόφαση για το πότε θα πρέπει να γίνεται λογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος φορολογουμένων και πότε εξωλογιστικός προσδιορισμός εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ: Πότε πρέπει να γίνεται λογιστικός προσδιορισμός εισοδημάτων, insider.gr, 11-07-2017 [1])
Παράγωγα επεξεργασία
- εξωλογιστικώς (λόγιο επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωλογιστικός
|