Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωλογιστικώς < εξωλογιστικ(ός) + λόγιο επίθημα για επιρρήματα -ώς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.lo.ʝi.stiˈkos/
ομόηχο: εξωλογιστικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

εξωλογιστικώς

  • με εξωλογιστικό τρόπο, εξωλογιστικά
  • : ※  Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ΚΒΣ, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους (Ν 2238/1994 :: Άρθ. 32. — Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος epixeirisi.gr, ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, Ν. 2238/1994, [1])