εξωγήινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξωγήινος
- που δεν είναι από τη Γη, που προέρχεται από άλλο ουράνιο σώμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξωγήινος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξωγήινος
εξωγήινος
εξωγήινος αρσενικό