Ουσιαστικό

επεξεργασία

alien (en)

  1. ο ξένος, ο αλλοδαπός που κατοικεί σε άλλη χώρα
  2. o εξωγήινος



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
alien aliens

alien (fr) αρσενικό

  1. ο εξωγήινος
     συνώνυμα: extraterrestre