εξηγητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξηγητικός < ελληνιστική κοινή ἐξηγητικός[1] [2] < αρχαία ελληνική ἐξηγητής < ἐξηγέομαι < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι
Επίθετο
επεξεργασίαεξηγητικός -ή -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξηγητικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξηγητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ἐξηγητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.