Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛɡ.ze.ʒe.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
exégétique exégétiques

exégétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό