εξηγητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξηγητικά < εξηγητικ(ά) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεξηγητικά
- με εξηγητικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξηγητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξηγητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξηγητικός