Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξερευνητής οι εξερευνητές
      γενική του εξερευνητή των εξερευνητών
    αιτιατική τον εξερευνητή τους εξερευνητές
     κλητική εξερευνητή εξερευνητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξερευνητής < εξερευνώ + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξερευνητής αρσενικό (θηλυκό: εξερευνήτρια)

  • αυτός που ταξιδεύει σε ξένους ή άγνωστους (και συχνά άγριους) τόπους για μελέτη, για να ανακαλύψει πληροφορίες για αυτούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία