Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξερευνήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εξερευνήτρι
α
οι
εξερευνήτρι
ες
γενική
της
εξερευνήτρι
ας
των
εξερευνητρι
ών
αιτιατική
την
εξερευνήτρι
α
τις
εξερευνήτρι
ες
κλητική
εξερευνήτρι
α
εξερευνήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξερευνήτρια
<
εξερευνητής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξερευνήτρια
θηλυκό
θηλυκό
του
εξερευνητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξερευνήτρια
γαλλικά
:
exploratrice
(fr)