explorador
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- explorador < από το λατινικό explorātor, -ōris.
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | explorador | exploradores |
θηλυκό | exploradora | exploradoras |
Επίθετο επεξεργασία
explorador (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | explorador | exploradores |
θηλυκό | exploradora | exploradoras |
explorador (pt) αρσενικό