↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Entdecker die Entdecker
γενική des Entdeckers der Entdecker
δοτική dem Entdecker den Entdeckern
αιτιατική den Entdecker die Entdecker

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛntˈdɛkɐ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Entdecker (de) αρσενικό (θηλυκό Entdeckerin)

Συγγενικά

επεξεργασία