Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξατμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξατμισμέν
ος
η
εξατμισμέν
η
το
εξατμισμέν
ο
γενική
του
εξατμισμέν
ου
της
εξατμισμέν
ης
του
εξατμισμέν
ου
αιτιατική
τον
εξατμισμέν
ο
την
εξατμισμέν
η
το
εξατμισμέν
ο
κλητική
εξατμισμέν
ε
εξατμισμέν
η
εξατμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξατμισμέν
οι
οι
εξατμισμέν
ες
τα
εξατμισμέν
α
γενική
των
εξατμισμέν
ων
των
εξατμισμέν
ων
των
εξατμισμέν
ων
αιτιατική
τους
εξατμισμέν
ους
τις
εξατμισμέν
ες
τα
εξατμισμέν
α
κλητική
εξατμισμέν
οι
εξατμισμέν
ες
εξατμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξατμισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξατμίζω
,
εξατμίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εξατμισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξατμίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξατμισμένος
γαλλικά
:
évaporé
(fr)