εντορμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντορμία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα : μαρτυρείται από το 1850 στον πληθυντικό ἐντορμίαι στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + τόρμ(ος) + -ία < αρχαία ελληνική τόρμος [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.doɾˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντορ‐μί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐τορ‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντορμία θηλυκό
- (τεχνολογία, ναυπηγικός όρος, λόγιο) τρόπος συναρμογής δύο ή περισσότερων ξύλων, με την τοποθέτηση του ενός σε ειδική κοιλότητα των άλλων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τόρμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εντορμία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 213 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
- ↑ εντορμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας