εντορμία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντορμία | οι | εντορμίες |
γενική | της | εντορμίας | των | εντορμιών |
αιτιατική | την | εντορμία | τις | εντορμίες |
κλητική | εντορμία | εντορμίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εντορμία < εν- + αρχαία ελληνική τόρμος + -ία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εντορμία θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) (λόγιο) τρόπος συναρμογής δύο ή περισσότερων ξύλων, με την τοποθέτηση του ενός σε ειδική κοιλότητα των άλλων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εντορμία