εντεροτοξίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντεροτοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enterotoxin < αρχαία ελληνική ἔντερον + τόξον
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντεροτοξίνη θηλυκό
- (βιολογία) τοξίνη βακτηριακής προέλευσης που προσβάλλει το γαστρεντερικό σύστημα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Enterotoxin στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντεροτοξίνη