Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντεροτοξίνη οι εντεροτοξίνες
      γενική της εντεροτοξίνης των εντεροτοξινών
    αιτιατική την εντεροτοξίνη τις εντεροτοξίνες
     κλητική εντεροτοξίνη εντεροτοξίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντεροτοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enterotoxin < αρχαία ελληνική ἔντερον + τόξον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντεροτοξίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία