ενδοδαπέδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ðo.ðaˈpe.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐δα‐πέ‐δι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαενδοδαπέδιος, -α, -ο
- (νεολογισμός) που βρίσκεται μέσα στο δάπεδο
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδοδαπέδιο
- επιδαπέδιος
- υποδαπέδιος
- → δείτε τις λέξεις ένδον και δάπεδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδοδαπέδιος
|