ενδοδαπέδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοδαπέδιο < ουδέτερο του ενδοδαπέδιος < ενδο- + δάπεδο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοδαπέδιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δάπεδο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενδοδαπέδιο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ενδοδαπέδιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ενδοδαπέδιος