Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδαπέδιος η υποδαπέδια το υποδαπέδιο
      γενική του υποδαπέδιου της υποδαπέδιας του υποδαπέδιου
    αιτιατική τον υποδαπέδιο την υποδαπέδια το υποδαπέδιο
     κλητική υποδαπέδιε υποδαπέδια υποδαπέδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδαπέδιοι οι υποδαπέδιες τα υποδαπέδια
      γενική των υποδαπέδιων των υποδαπέδιων των υποδαπέδιων
    αιτιατική τους υποδαπέδιους τις υποδαπέδιες τα υποδαπέδια
     κλητική υποδαπέδιοι υποδαπέδιες υποδαπέδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδαπέδιος < υπο- + δάπεδο + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

υποδαπέδιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία