υποδαπέδιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
υποδαπέδιος, -α, -ο
- (νεολογισμός) που βρίσκεται κάτω από το δάπεδο
Συγγενικά επεξεργασία
- ενδοδαπέδιος
- επιδαπέδιος
- → δείτε τις λέξεις υπό και δάπεδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποδαπέδιος
|