ενδοαυλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοαυλικός < ενδο- + αυλός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική endoluminal)
Επίθετο
επεξεργασίαενδοαυλικός, -ή, -ό
- (ανατομία) άλλη μορφή του ενδαυλικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αυλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδοαυλικός
|