Δείτε επίσης: ἑνδέκατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδέκατος η ενδέκατη το ενδέκατο
      γενική του ενδέκατου της ενδέκατης του ενδέκατου
    αιτιατική τον ενδέκατο την ενδέκατη το ενδέκατο
     κλητική ενδέκατε ενδέκατη ενδέκατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδέκατοι οι ενδέκατες τα ενδέκατα
      γενική των ενδέκατων των ενδέκατων των ενδέκατων
    αιτιατική τους ενδέκατους τις ενδέκατες τα ενδέκατα
     κλητική ενδέκατοι ενδέκατες ενδέκατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδέκατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑνδέκατος.

  Αριθμητικό επεξεργασία

ενδέκατος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία