↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναποθηκευμένος η εναποθηκευμένη το εναποθηκευμένο
      γενική του εναποθηκευμένου της εναποθηκευμένης του εναποθηκευμένου
    αιτιατική τον εναποθηκευμένο την εναποθηκευμένη το εναποθηκευμένο
     κλητική εναποθηκευμένε εναποθηκευμένη εναποθηκευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναποθηκευμένοι οι εναποθηκευμένες τα εναποθηκευμένα
      γενική των εναποθηκευμένων των εναποθηκευμένων των εναποθηκευμένων
    αιτιατική τους εναποθηκευμένους τις εναποθηκευμένες τα εναποθηκευμένα
     κλητική εναποθηκευμένοι εναποθηκευμένες εναποθηκευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εναποθηκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εναποθηκεύω

εναποθηκευμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εναποθηκεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία