Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εναποθηκευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εναποθηκευμέν
ος
η
εναποθηκευμέν
η
το
εναποθηκευμέν
ο
γενική
του
εναποθηκευμέν
ου
της
εναποθηκευμέν
ης
του
εναποθηκευμέν
ου
αιτιατική
τον
εναποθηκευμέν
ο
την
εναποθηκευμέν
η
το
εναποθηκευμέν
ο
κλητική
εναποθηκευμέν
ε
εναποθηκευμέν
η
εναποθηκευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εναποθηκευμέν
οι
οι
εναποθηκευμέν
ες
τα
εναποθηκευμέν
α
γενική
των
εναποθηκευμέν
ων
των
εναποθηκευμέν
ων
των
εναποθηκευμέν
ων
αιτιατική
τους
εναποθηκευμέν
ους
τις
εναποθηκευμέν
ες
τα
εναποθηκευμέν
α
κλητική
εναποθηκευμέν
οι
εναποθηκευμέν
ες
εναποθηκευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εναποθηκευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εναποθηκεύω
Μετοχή
επεξεργασία
εναποθηκευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εναποθηκεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εναποθηκευμένος
γαλλικά
:
stocké
(fr)