Ετυμολογία

επεξεργασία
εναποθηκεύω < εν- + αποθηκεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική emmagasiner)

εναποθηκεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία