Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναποθηκεύω < εν- + αποθηκεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική emmagasiner)

  Ρήμα επεξεργασία

εναποθηκεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία