Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμφυτευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμφυτευμέν
ος
η
εμφυτευμέν
η
το
εμφυτευμέν
ο
γενική
του
εμφυτευμέν
ου
της
εμφυτευμέν
ης
του
εμφυτευμέν
ου
αιτιατική
τον
εμφυτευμέν
ο
την
εμφυτευμέν
η
το
εμφυτευμέν
ο
κλητική
εμφυτευμέν
ε
εμφυτευμέν
η
εμφυτευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμφυτευμέν
οι
οι
εμφυτευμέν
ες
τα
εμφυτευμέν
α
γενική
των
εμφυτευμέν
ων
των
εμφυτευμέν
ων
των
εμφυτευμέν
ων
αιτιατική
τους
εμφυτευμέν
ους
τις
εμφυτευμέν
ες
τα
εμφυτευμέν
α
κλητική
εμφυτευμέν
οι
εμφυτευμέν
ες
εμφυτευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμφυτευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εμφυτεύω
Μετοχή
επεξεργασία
εμφυτευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εμφυτεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμφυτευμένος
αγγλικά
:
embedded
(en)