Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπλουτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμπλουτισμέν
ος
η
εμπλουτισμέν
η
το
εμπλουτισμέν
ο
γενική
του
εμπλουτισμέν
ου
της
εμπλουτισμέν
ης
του
εμπλουτισμέν
ου
αιτιατική
τον
εμπλουτισμέν
ο
την
εμπλουτισμέν
η
το
εμπλουτισμέν
ο
κλητική
εμπλουτισμέν
ε
εμπλουτισμέν
η
εμπλουτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμπλουτισμέν
οι
οι
εμπλουτισμέν
ες
τα
εμπλουτισμέν
α
γενική
των
εμπλουτισμέν
ων
των
εμπλουτισμέν
ων
των
εμπλουτισμέν
ων
αιτιατική
τους
εμπλουτισμέν
ους
τις
εμπλουτισμέν
ες
τα
εμπλουτισμέν
α
κλητική
εμπλουτισμέν
οι
εμπλουτισμέν
ες
εμπλουτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπλουτισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εμπλουτίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εμπλουτισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εμπλουτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπλουτισμένος
γαλλικά
:
enrichi
(fr)