Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπιστευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμπιστευόμεν
ος
η
εμπιστευόμεν
η
το
εμπιστευόμεν
ο
γενική
του
εμπιστευόμεν
ου
της
εμπιστευόμεν
ης
του
εμπιστευόμεν
ου
αιτιατική
τον
εμπιστευόμεν
ο
την
εμπιστευόμεν
η
το
εμπιστευόμεν
ο
κλητική
εμπιστευόμεν
ε
εμπιστευόμεν
η
εμπιστευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμπιστευόμεν
οι
οι
εμπιστευόμεν
ες
τα
εμπιστευόμεν
α
γενική
των
εμπιστευόμεν
ων
των
εμπιστευόμεν
ων
των
εμπιστευόμεν
ων
αιτιατική
τους
εμπιστευόμεν
ους
τις
εμπιστευόμεν
ες
τα
εμπιστευόμεν
α
κλητική
εμπιστευόμεν
οι
εμπιστευόμεν
ες
εμπιστευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εμπιστευόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εμπιστεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπιστευόμενος