εμπιστευόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεμπιστευόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εμπιστευόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εμπιστευόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εμπιστευόμενος