Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμετολογικός η εμετολογική το εμετολογικό
      γενική του εμετολογικού της εμετολογικής του εμετολογικού
    αιτιατική τον εμετολογικό την εμετολογική το εμετολογικό
     κλητική εμετολογικέ εμετολογική εμετολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμετολογικοί οι εμετολογικές τα εμετολογικά
      γενική των εμετολογικών των εμετολογικών των εμετολογικών
    αιτιατική τους εμετολογικούς τις εμετολογικές τα εμετολογικά
     κλητική εμετολογικοί εμετολογικές εμετολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμετολογικός < εμετολογία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εμετολογικός

  1. (ιατρική) που έχει σχέση με την εμετολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. άλλη μορφή του εμετικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία