εμετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εμετικός | η | εμετική | το | εμετικό |
γενική | του | εμετικού | της | εμετικής | του | εμετικού |
αιτιατική | τον | εμετικό | την | εμετική | το | εμετικό |
κλητική | εμετικέ | εμετική | εμετικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εμετικοί | οι | εμετικές | τα | εμετικά |
γενική | των | εμετικών | των | εμετικών | των | εμετικών |
αιτιατική | τους | εμετικούς | τις | εμετικές | τα | εμετικά |
κλητική | εμετικοί | εμετικές | εμετικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμετικός < αρχαία ελληνική ἐμετικός
Επίθετο
επεξεργασίαεμετικός, -ή, -ό
- που προκαλεί εμετό
- (μεταφορικά) για ενέργεια ή λόγο που μας προκαλεί έντονη δυσφορία
- αυτός ο γλοιώδης τύπος έκανε πάλι κάτι εμετικά σχόλια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμετός