Δείτε επίσης: ἐλαφοειδής, ελαφίδες
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφοειδής η ελαφοειδής το ελαφοειδές
      γενική του ελαφοειδούς* της ελαφοειδούς του ελαφοειδούς
    αιτιατική τον ελαφοειδή την ελαφοειδή το ελαφοειδές
     κλητική ελαφοειδή(ς) ελαφοειδής ελαφοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφοειδείς οι ελαφοειδείς τα ελαφοειδή
      γενική των ελαφοειδών των ελαφοειδών των ελαφοειδών
    αιτιατική τους ελαφοειδείς τις ελαφοειδείς τα ελαφοειδή
     κλητική ελαφοειδείς ελαφοειδείς ελαφοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαφοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλαφοειδής, ελαφ(ι) + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

ελαφοειδής, -ής, -ές

  1. αυτός που έχει τη μορφή του ελαφιού
  2. (ζωολογία) τα ελαφοειδή (πληθυντικός) οι ελαφίδες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία