ἐλαφοειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐλαφοειδής | τὸ | ἐλαφοειδές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐλαφοειδοῦς | τοῦ | ἐλαφοειδοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐλαφοειδεῖ | τῷ | ἐλαφοειδεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐλαφοειδῆ | τὸ | ἐλαφοειδές | ||
κλητική ὦ! | ἐλαφοειδές | ἐλαφοειδές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐλαφοειδεῖς | τὰ | ἐλαφοειδῆ | ||
γενική | τῶν | ἐλαφοειδῶν | τῶν | ἐλαφοειδῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐλαφοειδέσῐ(ν) | τοῖς | ἐλαφοειδέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐλαφοειδεῖς | τὰ | ἐλαφοειδῆ | ||
κλητική ὦ! | ἐλαφοειδεῖς | ἐλαφοειδῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλαφοειδεῖ | τὼ | ἐλαφοειδεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαφοειδοῖν | τοῖν | ἐλαφοειδοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐλαφοειδής (ελληνιστική κοινή) < ἔλαφος + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαἐλαφοειδής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- όμοιος με ελάφι
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.10.8, @scaife.perseus
- φησὶ δὲ Πολύβιος καὶ ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον ἐν αὐταῖς, ἐλαφοειδὲς τὸ σχῆμα πλὴν αὐχένος καὶ τριχώματος, ταῦτα δʼ ἐοικέναι κάπρῳ·
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 4.6, 10 @perseus.tufts.edu @wikisource
- φησὶ δὲ Πολύβιος καὶ ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον ἐν αὐταῖς ἐλαφοειδὲς τὸ σχῆμα πλὴν αὐχένος καὶ τριχώματος, ταῦτα δʼ ἐοικέναι κάπρῳ,
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.10.8, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ἐλαφοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.